- ἐξεμάνη
- ἐκμαίνωdrive madaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπαίρνω — 1. (κυριολ. και μτφ.) παίρνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει 2. μέσ. παραπαίρνομαι περιφέρομαι 3. φρ. α) «παραπήρε θάρρος» ή «παραπήρε αέρα» έγινε πολύ θρασύς β) «τόν παραπήρε ο θυμός» τόν κατέλαβε μεγάλη οργή, εξεμάνη γ) «τόν παραπήρε ο ύπνος»… … Dictionary of Greek
φόκο — το, Ν 1. φωτιά 2. (κυρίως φρ.) α) «έβαλε φόκο» πυρπόλησε β) «πήρε φόκο» i) άναψε, πήρε φωτιά ii) μτφ. οργίστηκε πολύ, εξεμάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fuoco «φωτιά» < λατ. focus «εστία, φωτιά»] … Dictionary of Greek